πεντεδραχμος

πεντεδραχμος
    πεντέδραχμος
    πεντέ-δραχμος
    2
    пятидрахмовый, по пяти драхм Her., Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πεντεδραχμος" в других словарях:

  • πεντέδραχμος — ον, Α βλ. πεντάδραχμος …   Dictionary of Greek

  • πεντάδραχμος — η, ο, ουδ. και πεντόδραμο / πεντάδραχμος και πεντέδραχμος, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία πέντε δραχμών 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάδραχμο και πεντόδραχμο νόμισμα αξίας πέντε δραχμών αρχ. αυτός που έχει βάρος πέντε δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * /… …   Dictionary of Greek

  • πεντεδραχμία — και πενταδραχμία, ἡ, Α [πεντέδραχμος] 1. ποσό πέντε δραχμών 2. νόμισμα αξίας πέντε δραχμών …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»